Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῶν νοημάτων

См. также в других словарях:

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия

  • Κρουαζέ — (Croiset). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γάλλων φιλολόγων. 1. Αλφρέ (Alfred, Παρίσι 1845 – 1923). Ελληνιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε αρχικά στην École Normale Surérieure και, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… …   Dictionary of Greek

  • Εριγένης, Ιωάννης ο Σκότος — (John ScotusErigenaEriugena, Ιρλανδία 810 – 877;). Φιλόσοφος και θεολόγος. Από το 847 έζησε στο Παρίσι, όπου διετέλεσε διευθυντής της Παλατιανής Σχολής του Παρισιού. Με εντολή του Φράγκου βασιλιά Καρόλου Β’ του Φαλακρού μετέφρασε από τα ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Χρυσόστομος — (Αντιόχεια 354; – Κόμανα, Πόντος 407).Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (398 404), από τους σημαντικότερους εκκλησιαστικούς ρήτορες όλων των εποχών και ο πολυγραφότερος από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν και ορφάνεψε πρόωρα από πατέρα, ανατράφηκε με… …   Dictionary of Greek

  • βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… …   Dictionary of Greek

  • Κασίρερ, Ερνστ — (Ernst Cassirer, Μπρέσλαου, Σιλεσία 1874 – Νέα Υόρκη 1945). Γερμανός φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής. Δίδαξε σε πολλά γερμανικά πανεπιστήμια έως το 1933, οπότε οι ρατσιστικές διώξεις των ναζί τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του. Ανέλαβε… …   Dictionary of Greek

  • εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • μεταλογική — η (λογ.) η μελέτη τυπικών γλωσσών και τυπικών συστημάτων σε ό,τι αφορά τη σημαντική, δηλ. τις σχέσεις μεταξύ εκφράσεων και τών νοημάτων τους και το συντακτικό τους, δηλ. τις σχέσεις τών εκφράσεων μεταξύ τους …   Dictionary of Greek

  • σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»